- χαλκόπλευρος
- χαλκό-πλευρος, ον,A with sides of bronze, τύπωμα χ., of a cinerary urn, S.El.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκόπλευρος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινες πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλευρος (< πλευρά / πλευρόν), πρβλ. μονό πλευρος, χρυσό πλευρος] … Dictionary of Greek
χαλκόπλευρον — χαλκόπλευρος with sides of bronze masc/fem acc sg χαλκόπλευρος with sides of bronze neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοπάρηος — και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, ον, Α χαλκόπλευρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πάρῃος / πάρᾳος (< παρειά* «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο πάρῃος, φοινικο πάρῃος] … Dictionary of Greek